- Ὀμφαλίων
- Ὀμφαλίωνmasc nom/voc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Ομφαλίων — (β’ μισό 4ου αι. π.Χ.). Έλληνας ζωγράφος. Ο Παυσανίας αναφέρει ότι υπήρξε αρχικά δούλος του Αθηναίου ζωγράφου Νικία … Dictionary of Greek
ὀμφαλίων — ὀμφάλιον neut gen pl ὀμφάλιος having a boss masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ὀμφαλίωνος — Ὀμφαλίων masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)